- νεφροτομία
- και νεφροτομή, ηιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία τέμνεται ο νεφρός προκειμένου να αφαιρεθεί λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrotomie (< νεφρ[ο]-* + -τομία < -τόμος < τέμνω). Η λ. νεφροτομή μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.